- βρακί
- το (Μ βρακίον και βρακίν) [βράκα (Ι)]αντρικό ή γυναικείο εσώρουχο, περισκελίδα, σώβρακο ή κυλότανεοελλ.Ι. φρ. 1) «τά' κανε στο βρακί του», «γέμισε τα βρακιά του» ή «έχεσε τα βρακιά του» — φοβήθηκε πολύ ή ένιωσε ανέλπιστη χαρά2) «αυτοί οι δυο είναι κόλος και βρακί» — είναι αχώριστοι3) «δεν έχει δεύτερο βρακί» — είναι πολύ φτωχός4) «την πήρε χωρίς βρακί» ή «την παντρεύτηκε χωρίς βρακί» ή «την πήρε με το βρακί της» — χωρίς προίκα5) «τον έχει βάλει μέσ' στο βρακί της» — του επιβάλλει πλήρως τη θέλησή της6) «τα κατέβασε τα βρακιά του» — έκανε αθέμιτες παραχωρήσειςII. βράκα ή παντελόνι1. φρ. α) «δεν έχει βρακί να φορέσει» — είναι πάμπτωχοςβ) «δεν ξέρει να δέσει το βρακί του» — είναι εντελώς αδαήςγ) «πούλησε και το βρακί του» — έπαθε οικονομική καταστροφή2. παροιμ. «ξεβράκωτος βρακί έβαλε κι όλη την ώρα τό 'δειχνε» — για νεόπλουτο που καμαρώνει.
Dictionary of Greek. 2013.